- σαΐκ
- το, Νβλ. σαΐκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαΐκι — και σαΐκ, το, Ν τύπος ιστιοφόρου τής ανατολικής Μεσογείου με έναν μεγάλο ιστό και με έναν μικρότερο ιστό επιδρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. saik] … Dictionary of Greek